κουμπαριάζω

κουμπαριάζω
[κουμπαριά]
κάνω κουμπαριά με κάποιον, συνδέομαι με κουμπαριά, γίνομαι παράνυμφος ή ανάδοχος κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουμπαριάζω — κουμπαριάζω, κουμπάριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουμπάριασμα — το [κουμπαριάζω] κουμπαριά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”